- ταβάσιος
- ταβάσιοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταβάσιος — ὁ, Α τοπάζι («λίθον τὸν καλούμενον ταβάσιν», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ., πιθ. τού καθημερινού λεξιλογίου, αντί τής λ. τοπάζιον] … Dictionary of Greek
πάζιον — πάζιον, τὸ (Α) είδος πολύτιμου λίθου, το τοπάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού τοπάζιον* που παραδίδεται από τον Ησύχιο (πρβλ. ταβάσιος, βάσιον)] … Dictionary of Greek
τοπάζι — το / τοπάζιον, ΝΑ, και τοπάζιο Ν νεοελλ. (ορυκτ.) α) πυριτικό ορυκτό, φθοριοπυριτικό άλας τού αργιλίου, με κίτρινο, κυανό ή υπέρυθρο χρώμα, που είναι πολύτιμος λίθος β) ονομασία διαφόρων λίθων που μοιάζουν με τοπάζι αρχ. τόπαζος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια … Dictionary of Greek